- ὑδρίαις
- ὕδριοςof waterfem dat plὑδρίαwater-potfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαιθριάζω — (Α ἐξαιθριάζω) [αιθριάζω] (για νερό) εκθέτω στον δροσερό, νυχτερινό αέρα για να κρυώσει («τὴν γὰρ ἡμέραν ἀνηλιάζοντες αὐτὸ τῆς νυκτός... τὸ λοιπὸν ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις») … Dictionary of Greek